εκχολώ

εκχολώ
(I)
ἐκχολῶ (-άω) (Α)
θυμώνω, οργίζομαι πολύ, χολώνομαι.
————————
(II)
ἐκχολῶ (-όω) (Α)
1. κάνω κάτι χολώδες, χύνω μέσα του χολή, τό κάνω πικρό
2. παθ. ἐκχολοῡμαι
γεμίζω χολή, μεταβάλλομαι σε χολή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”